Θυρεοειδοπάθειες
Οι Θυρεοειδοπάθειες αποτελούν πλέον συχνό φαινόμενο το οποίο μάλιστα μεγαλώνει καθώς αυξάνεται και η ηλικία του ατόμου.
Σύμφωνα με επιστημονικές μελέτες, περίπου το 7% του γενικού πληθυσμού θα παρουσιάσει κάποια στιγμή στην διάρκεια της ζωής του πάθηση στον θυρεοειδή.
Υπολογίζεται δε πως οι παθήσεις που αφορούν τους ενδοκρινείς αδένες, αποτελούν τις δεύτερες σε συχνότητα μετά τον σακχαρώδη διαβήτη.
Επιπλέον, θεωρείται πολύ πιθανό, ένα άτομο που πάσχει ήδη από διαβήτη να παρουσιάσει και κάποιο πρόβλημα με τον θυρεοειδή του αδένα, η διαταραχή του οποίου αυξάνει τον κίνδυνο επιπλοκής στα διαβητικά άτομα, καθώς επηρεάζει σε σημαντικό βαθμό τον γλυκαιμικό έλεγχο.
Ο θυρεοειδής
Πρόκειται για αδένα στην βάση του λαιμού, ο οποίος έχει σχήμα παρόμοιο με αυτό μιας πεταλούδας.
Ο Θυρεοειδής, ως βασική λειτουργία έχει την παραγωγή δύο ορμονών, της τριϊωδοθυρονίνης (Τ3) και της θυροξίνης (Τ4).
Αυτές οι ορμόνες κυκλοφορούν μέσω του αίματος σε όλα τα όργανα του σώματος, επηρεάζοντας την σωστή λειτουργία τους και τον μεταβολισμό.
Θα λέγαμε πως οι θυρεοειδικές ορμόνες βοηθούν το σώμα στην ρύθμιση της ενέργειας που χρησιμοποιεί.
Συνεπώς, μικρότερη ή μεγαλύτερη παραγωγή από το σώμα των συγκεκριμένων ορμονών, ενδέχεται να επηρεάσει συνολικότερα την λειτουργία του οργανισμού.
Συχνές παθήσεις του θυρεοειδή.
Οι παθήσεις του θυρεοειδή που συναντάμε συχνότερα είναι ο υποθυρεοειδισμός – μικρότερη παραγωγή ορμονών- και ο υπερθυρεοειδισμός – ανεξέλεγκτη παραγωγή ορμονών.
Μεταβολικό Σύνδρομο
Τι είναι το Μεταβολικό Σύνδρομο;
Για το μεταβολικό σύνδρομο δεν υπάρχει ένας σαφής ορισμός καθώς δεν αποτελεί ένα αυτόνομο νόσημα αλλά ένα σύνολο παραγόντων που αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης νοσημάτων. Οι επιπτώσεις του Μεταβολικού Συνδρόμου αυξάνονται παγκοσμίως, φαινόμενο που αποδίδεται στην αύξηση της παχυσαρκίας, του καθιστικού τρόπου ζωής, της πρόσληψης αυξημένων θερμίδων ιδιαίτερα κορεσμένων λιπαρών, στη μείωση σωματικής δραστηριότητας και στο κάπνισμα.
Θα μπορούσαμε να πούμε λοιπόν πως το Μεταβολικό Σύνδρομο είναι μια διαταραχή που επηρεάζει τη συνολική λειτουργία του οργανισμού. Εκδηλώνεται με αυξημένα επίπεδα χοληστερίνης και τριγλυκεριδίων, αύξηση του σωματικού βάρους με εναπόθεση σπλαχνικού λίπους (λίπος στην περιοχή της κοιλιάς), διαταραχές στην έμμηνο ρύση, ενώ αυξάνει τον κίνδυνο ανάπτυξης καρδιαγγειακής νόσου, και σακχαρώδη διαβήτη.
Πως γίνεται η διάγνωση του μεταβολικού συνδρόμου;
Η διάγνωση του μεταβολικού συνδρόμου γίνεται εάν έχετε τρία ή περισσότερα από τα ακόλουθα χαρακτηριστικά ή παίρνετε φάρμακα για να τα ελέγξετε:
– Υψηλή περιφέρεια μέσης (> 88 εκατοστά για τις γυναίκες και > 102 εκατοστά για τους άνδρες).
– Υψηλό επίπεδο τριγλυκεριδίων (> 150 mg/dl).
– Μειωμένη «καλή» χοληστερόλη HDL (< 40 mg / dl στους άνδρες ή < 50 mg / dl στις γυναίκες).
– Αυξημένη αρτηριακή πίεση (>130/85 mmHg)
– Υψηλό σάκχαρο νηστείας (100 – 125 mg/dl)
Ινσουλινοαντίσταση και προδιαβήτης
Το σάκχαρο αίματος (ή γλυκόζη αίματος) είναι σημαντικό να διατηρείται σε ένα φυσιολογικό εύρος, της τάξης των 75-100mg/dl. Η γλυκόζη προέρχεται από την τροφή και με τη βοήθεια της ινσουλίνης περνά από το αίμα στα κύτταρα και χρησιμοποιείται για ενέργεια. Όταν δεν υπάρχει διαθέσιμη τροφή, η γλυκόζη παράγεται μέσω του ήπατος.
Πριν την εγκατάσταση σακχαρώδους διαβήτη, όπου χαρακτηρίζεται από υψηλό σάκχαρο λόγω πλήρους ή μερικής έλλειψης ινσουλίνης, υπάρχουν ορισμένα στάδια.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί τα επίπεδα της ινσουλίνης στο αίμα να είναι αυξημένα, αλλά τα κύτταρα του σώματος να μην μπορούν να ανταποκριθούν στο σήμα της για λήψη του σακχάρου από το αίμα (αντίσταση στην ινσουλίνη). Ως αποτέλεσμα, το πάγκρεας παράγει περισσότερη ινσουλίνη για να μπορέσει να ρυθμίσει το σάκχαρο αίματος, οδηγώντας σε υπερινσουλιναιμία. Αν η κατάσταση δεν ρυθμιστεί, έπεται ο προδιαβήτης και επόμενο στάδιο είναι ο διαβήτης τύπου 2
Ως προδιαβήτης ή «διαταραγμένη ομοιοστασία της γλυκόζης» περιγράφεται το στάδιο στο οποίο τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα είναι υψηλότερα από το φυσιολογικό αλλά όχι αρκετά υψηλά για να διαγνωστεί διαβήτης. Τα άτομα με προδιαβήτη έχουν αρκετά αυξημένο κίνδυνο να εμφανίσουν διαβήτη τα επόμενα χρόνια. Ό προδιαβήτης διακρίνεται σε:
- Διαταραγμένη γλυκόζη νηστείας (Πρωινό σάκχαρο: 100 – 125mg/dL) ή
- Διαταραγμένη ανοχή στη γλυκόζη (Σάκχαρο 2 ώρες μετά τη δοκιμασία φόρτισης με 75γρ γλυκόζης: 140-199mg/dL)
Σακχαρώδης Διαβήτης τύπου 1 (ΣΔτ1)
Ο Σακχαρώδης Διαβήτης τύπου 1 (ΣΔτ1) είναι μια από τις πιο συχνές χρόνιες παθήσεις της παιδικής ηλικίας. Η νόσος μπορεί να προκύψει σε οποιαδήποτε ηλικία, αλλά πιο συχνά εμφανίζεται σε παιδιά και νέους. Η διατροφική διαχείριση αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο για τον καλύτερο γλυκαιμικό έλεγχο.
Ο ΣΔτ1 οφείλεται σε καταστροφή των β-κυττάρων του παγκρέατος, που συνοδεύεται από απώλεια παραγωγής ινσουλίνης και εκδηλώνεται κλινικά με υπεργλυκαιμία (αυξημένη γλυκόζη αίματος). Εγείρεται από μια αυτοάνοση αντίδραση κατά την οποία το ανοσοποιητικό σύστημα επιτίθεται στα β κύτταρα του παγκρέατος, από τα οποία παράγεται η ινσουλίνη.
Στόχοι κατά τη διάρκεια της συνεργασίας μας:
- Η εκπαίδευση στην καταμέτρηση των υδατανθράκων (σε κάποιες περιπτώσεις και στη μέτρηση πρωτεϊνών και λίπους τροφής) για τη βελτίωση του γλυκαιμικού ελέγχου.
- Η εξασφάλιση κατάλληλης ενεργειακής πρόσληψης και κατάλληλου μεγέθους μερίδων, για επίτευξη και διατήρηση υγιούς βάρους.
- Η προαγωγή ενός ισορροπημένου διατροφικού πλάνου, με έμφαση στην ποικιλία τροφίμων για τη διατήρηση και της απόλαυσης του φαγητού.
- Η κατάλληλη κατανομή των σνακ/γευμάτων μέσα στην ημέρα ανάλογα με τη φαρμακευτική αγωγή.
Σακχαρώδης Διαβήτης τύπου 2 (ΣΔτ2)
Ο Σακχαρώδης Διαβήτης Τύπου 2 (ΣΔτ2) είναι ο πιο κοινός τύπος, καθώς αφορά > 90% των περιπτώσεων με Σακχαρώδη Διαβήτη (ΣΔ).
Οφείλεται σε ελαττωματική δράση της ινσουλίνης και προοδευτική μείωση της έκκρισής της, γι’αυτό και θέλει χρόνια μέχρι να εκδηλωθεί.
Αίτια: συνδυασμός και αλληλεπίδραση γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων.
Τα κριτήρια για τη διάγνωση του ΣΔτ2, σύμφωνα με τις νεότερες κατευθυντήριες οδηγίες της Ελληνικής Διαβητολογικής Εταιρεία, είναι τα εξής:
- Γλυκόζη νηστείας ≥126 mg/dL *Νηστεία ορίζεται η μη λήψη τροφής για τουλάχιστον 8 ώρες ή
- Γλυκόζη 2 ώρες κατόπιν φόρτισης με 75γρ γλυκόζης (καμπύλη σακχάρου) ≥ 200mg/dL ή
- Τυχαίο εύρημα γλυκόζης ≥ 200mg/dL σε άτομα με κλασικά συμπτώματα υπεργλυκαιμίας (δηλ. αυξημένη γλυκόζη – σάκχαρο αίματος, πολυδιψία, πολυουρία, πολυφαγία) ή
- Γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη ≥ 6,5%
Οι διατροφικές οδηγίες για την πρόληψη του ΣΔ τύπου 2 περιλαμβάνουν:
- Ρύθμιση σωματικού βάρους
- Ρύθμιση ποιότητας, ποσότητας και καταμερισμού υδατανθράκων ανά γεύμα και ανά ημέρα
- Σωστό timing κατανάλωσης γευμάτων
- Επιλογή σωστής ποιότητας λιπαρών στη διατροφή
- Περιορισμός αλατιού και αύξηση καλίου
- Ενίσχυση φυσικής δραστηριότητας
Στόχοι κατά τη διάρκεια της συνεργασίας μας:
- Την κατάλληλη ενεργειακή πρόσληψη, για την επίτευξη και διατήρηση του επιθυμητού σωματικού βάρους
- Την ιδανική επιλογή διατροφικού προτύπου ανάλογα με το ιατρικό ιστορικό του ατόμου με ΣΔ και τη συνύπαρξη άλλων παθολογικών καταστάσεων
- Την προαγωγή ενός ισορροπημένου διατροφικού πλάνου, το οποίο δίνει έμφαση στην ποικιλία τροφίμων και το μέγεθος των μερίδων για τη βελτίωση της γενικής κατάστασης της υγείας καθώς και την:
- Επίτευξη και διατήρηση επιθυμητού σωματικού βάρους
- Επίτευξη εξατομικευμένων στόχων σε σχέση με τη γλυκαιμική ρύθμιση, την αρτηριακή πίεση και το λιπιδαιμικό προφίλ
- Καθυστέρηση ή πρόληψη στην εμφάνιση των επιπλοκών του ΣΔ
- Εκπαίδευση στη μέτρηση των υδατανθράκων, και σε κάποιες περιπτώσεις και των πρωτεϊνών και λιπιδίων της τροφής, με στόχο τον καλύτερο γλυκαιμικό έλεγχο
Σακχαρώδης Διαβήτης Κύησης (ΣΔΚ)
Ο Σακχαρώδης Διαβήτης Κύησης (ΣΔΚ) είναι μια μορφή διαβήτη που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, συνήθως στο 2ο τρίμηνο, λόγω ορμονών παραγόμενων από τον πλακούντα που δυσχεραίνουν τη δράση της ινσουλίνης. Στις περισσότερες περιπτώσεις παύει να υπάρχει μετά τον τοκετό.
Παράγοντες κινδύνου για ανάπτυξη ΣΔΚ
- ΔΜΣ > 30 kg/m2
- Προηγούμενο παιδί με βάρος γέννησης ≥ 4,5 kg
- ΣΔΚ σε προηγούμενη εγκυμοσύνη
- Γονέας ή αδέρφια με ΣΔτ2
-Καταγωγή από Νότια Ασία ή Μέση Ανατολή
Διάγνωση ΣΔΚ
Προϋπόθεση είναι η μητέρα να μην έχει προϋπάρχων σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 ή σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, δηλαδή διαβήτη πριν την κύηση.
Βασική εξέταση μετά την επιβεβαίωση της κύησης: Μέτρηση γλυκόζης ορού νηστείας και HbA1c (γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης).
- Γλυκόζη νηστείας ≥ 126 mg/dL, αντιμετωπίζεται ως προϋπάρχων διαβήτης και όχι ΣΔΚ
- Γλυκόζη νηστείας: 92 – 125 mg/dL, γίνεται αντιμετώπιση ως ΣΔΚ
- Γλυκόζη νηστείας: < 92 mg/dL, υγιή επίπεδα. Έπειτα, ελέγχονται ξανά τα επίπεδα γλυκόζης μεταξύ 24ης και 28ης εβδομάδας κύησης.
Κατά την 24η – 28η εβδομάδα κύησης: διενέργεια δοκιμασίας φόρτισης με γλυκόζη (καμπύλη σακχάρου με λήψη 75γρ γλυκόζης). Οταν έστω μία από τις παρακάτω τιμές είναι μεγαλύτερη από τα αναφερόμενα όρια τότε γίνεται διάγνωση διαβήτη κύησης:
- Γλυκόζη νηστείας ≥ 92 mg/dL
- Μεταγευματική γλυκόζη 60’ (1 ώρας): ≥ 180 mg/dL
- Μεταγευματική γλυκόζη 120’ (2 ωρών): ≥ 153 mg/dL
Αντιμετώπιση ΣΔΚ
Ο καθημερινός αυτοέλεγχος της γλυκόζης, π.χ. με έναν μετρητή σακχάρου λαμβάνοντας μικρή ποσότητα αίματος από το δάχτυλο, είναι απαραίτητος σύμφωνα πάντα με τις οδηγίες του θεράποντος ιατρού. Οι τιμές που αξιολογούνται είναι συνήθως πριν και μετά τα γεύματα, προ του ύπνου και ενδεχομένως κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Σύμφωνα με τις νεότερες κατευθυντήριες οδηγίες της Έλληνικής Διαβητολογικής Έταιρείας, επιτυχής γλυκαιμική ρύθμιση είναι όταν στις καθημερινές μετρήσεις:
- Γλυκόζη νηστείας και προ-γευματική: 70 – 95 mg/dl
- Γλυκόζη 1 ώρα μετά το γεύμα: 90 – 130 mg/dl ή < 140 mg/dl (με βάση την Αμερικανική Διαβητολογική Έταιρεία)
- Γλυκόζη 2 ώρες μετά το γεύμα: 80 – 120 mg/dl
Για να επιτευχθούν οι γλυκαιμικοί στόχοι χρειάζεται:
- Κατάλληλη διατροφική διαχείριση: Έλεγχος σωματικού βάρους μέσω ρύθμισης ποσότητας, σωστή ποιότητα υδατανθράκων, κατάλληλη ποσότητα υδατανθράκων ανά ημέρα αλλά και ανά γεύμα (καθώς μετατρέπονται 100% σε γλυκόζη αίματος), σωστοί συνδυασμοί τροφίμων.
*Σημείωση: Το μεγαλύτερο ποσοστό γυναικών με ΣΔΚ αντιμετωπίζεται αποκλειστικά με διατροφή.
- Ενίσχυση φυσικής δραστηριότητας, αν και όταν είναι εφικτό.
Έάν το σάκχαρο δεν ρυθμιστεί με την κατάλληλη διατροφική θεραπεία και άσκηση, η ινσουλίνη είναι η βασική φαρμακευτική επιλογή.